μεγαλοπρεπῶν

μεγαλοπρεπῶν
μεγαλοπρεπής
befitting a great man
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος Βίτελσμπαχ — (Ludwig Wittelsbach). Όνομα τριών βασιλιάδων της Βαυαρίας. 1. Λ.Β. Α’ (1786 – 1868). Βασιλιάς της Βαυαρίας (1825 48) και πατέρας του πρώτου βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα. Γιος του βασιλιά Μαξιμιλιανού Α’, υπηρέτησε στον στρατό του Ναπολέοντα… …   Dictionary of Greek

  • Μαντίνεια — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Τα ίχνη της βρίσκονται σε απόσταση 13 χλμ. Β της Τρίπολης. Αποτέλεσε μία από τις ισχυρότερες και σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας και, σε αντιστοιχία με την Τεγέα, έπαιξε σπουδαίο και αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη των …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ ή Μεχμέτ — Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’, ο λεγόμενος Τζελεμπί (1389; 1421). Γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ A’, ανέβηκε στον θρόνο το 1402, ύστερα από την αιχμαλωσία του πατέρα του στη μάχη της Αγκύρας και τη νίκη του Ταμερλάνου. Ο …   Dictionary of Greek

  • Σίνκελ, Καρλ Φρήντριχ — (Schinkel). Γερμανός αρχιτέκτονας (Νόυρουππιν 1781 Βερολίνο 1841). Η εργασία του τον τοποθετεί στα σύνο ρα μεταξύ νεοκλασικισμού και ρομαντισμού. Διαμορφώθηκε κοντά στο Φρήντριχ και στον Ντάβιντ Γκίλυ, αλλά από το 1803, σε ένα ταξίδι του στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”